- ξεψάχνισμα
- τό1) съедание мяса, обгладывание косточек; оставление только косточек; 2) перен. тщательное рассмотрение, детальный разбор; 3) обирание, обдирание (кого-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεψάχνισμα — το [ξεψαχνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεψαχνίζω … Dictionary of Greek
ξεψάχνισμα — το, ατος 1. η πράξη του ξεψαχνίζω, αφαίρεση ψαχνού κρέατος από τα κόκαλα. 2. λεπτομερής έρευνα, εξέταση. 3. εκμετάλλευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)